Όπως για τους ανθρώπους έτσι και για τα ζώα κυκλοφορούν διάφοροι τύποι εμβολίων, τα οποία εξυπηρετούν διαφορετικές ανάγκες.
Στόχος των διαθέσιμων εμβολίων είναι να προασπίσουν την άμυνα των οργανισμών ενάντια στα παθογόνα.
Στο παρακάτω άρθρο θα δούμε ποιοι είναι οι διαφορετικοί τύποι εμβολίων, τονίζοντας τα θετικά και τα αρνητικά τους ανά περίπτωση.
Ζωντανά εξασθενημένα εμβόλια
Τα ζωντανά εμβόλια περιέχουν παθογόνους μικροοργανισμούς των οποίων η μολυσματικότητα είναι εξασθενημένη. Με αυτό τον τρόπο δίνουν τη δυνατότητα στο ανοσοποιητικό να ενεργοποιηθεί και να αναπτύξει τόσο κυτταρική όσο και χυμική ανοσία.
Αδρανοποιημένα εμβόλια
Το παθογόνο αδρανοποιείται με την επίδραση θερμότητας ή χημικών ενώσεων. Σε αντίθεση με τα ζωντανά εμβόλια, δεν έχει τη δυνατότητα αναπαραγωγής στον οργανισμό και ενεργοποιεί μόνο τη χυμική ανοσία (αντισώματα).
Εμβόλιο ανατοξίνης
Αφορά νοσήματα στα οποία οι τοξίνες που παράγονται δημιουργούν την παθογένεια. Αυτό που περιέχεται στα εμβόλια αυτά δεν είναι το βακτήριο, αλλά ανατοξίνες (αδρανοποιημένες τοξίνες). Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα σε αυτή την κατηγορία είναι τα εμβόλια εντεροτοξιναιμίας.
Εμβόλια ανακαλλιέργειας
To εμβόλιο περιέχει καλλιέργεια βακτηρίων και τοξίνες, τα οποία χορηγούνται ταυτόχρονα.
Εμβόλια υπομονάδων, πολυσακχαρίτες κ.λπ.
Το εμβόλιο αποτελείται από τα πιο αντιγονικά εξωτερικά τμήματα του παθογόνου. Δεν μπορεί να αναπαραχθεί στον οργανισμό και να ενεργοποιήσει την κυτταρική ανοσία.
Σύγχρονα εμβόλια νουκλεϊκών οξέων (DNA, RNA και εμβόλια ιικών φορέων)
Προς το παρόν δεν υπάρχουν διαθέσιμα εμβόλια τέτοιου είδους για χρήση στα μηρυκαστικά.
Η επίκτητη ανοσία είναι συγκεκριμένη για κάθε παθογόνο και περιλαμβάνει δύο τύπους, τη χυμική και την κυτταρική ανοσία.
Η χυμική ανοσία, περιλαμβάνει αντισώματα που παράγονται από τα Β λεμφοκύτταρα και εξουδετερώνουν εξω-κυτταρικά παθογόνα (βακτήρια, παράσιτα και ιούς).
Από τα Β λεμφοκύτταρα προκύπτουν πλασματοκύτταρα που παράγουν αντισώματα και Β κύτταρα μνήμης για μακροχρόνια ανοσία. Αυτά τα Β κύτταρα μνήμης μπορούν να παραμείνουν για μήνες έως χρόνια στον οργανισμό και να ανταποκριθούν αμέσως όταν το παθογόνο βρεθεί ξανά στον οργανισμό.
Από την άλλη πλευρά, η κυτταρική ανοσία περιλαμβάνει τα Τ-λεμφοκύτταρα. Τα Τ-λεμφοκύτταρα διαφοροποιούνται και ωριμάζουν στο θύμο αδένα και είναι απαραίτητα για την ολοκλήρωση της ανοσοβιολογικής απόκρισης.
Διακρίνονται σε Βοηθητικά Τ-λεμφοκύτταρα, Κυτταροτοξικά Τ-λεμφοκύτταρα και Τ-λεμφοκύτταρα μνήμης.
Δεν προκαλούν όλα τα εμβόλια την ίδια ανοσολογική απόκριση. Εξαρτάται από τον τύπο του εμβολίου.
Με τα αδρανοποιημένα εμβόλια, οι παθογόνοι μικροοργανισμοί δεν διανέμονται ούτε αναπαράγονται στον οργανισμό μετά τον εμβολιασμό.
Ως εκ τούτου, δημιουργούν μια ανοσοαπάντηση χαμηλότερης έντασης, μικρότερης διάρκειας και μόνο του τύπου Th2 που βασίζεται σε αντισώματα αποτελεσματικά κατά των παθογόνων που βρίσκονται στον εξωκυτταρικό χώρο.
Tα αδρανοποιημένα εμβόλια απαιτούν δύο ξεχωριστές δόσεις με χρονικό διάστημα που ποικίλλει ανάλογα με το εμβόλιο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η εγκατάσταση της ανοσίας να καθυστερεί.
Ανάλογα με το εμβόλιο, το σύστημα και την περιοχή εκτροφής, οι αναμνηστικοί εμβολιασμοί απαιτούνται 6 μήνες ή 12 μήνες αργότερα. Όλα τα παραπάνω βελτιώνονται με τη χρήση ανοσοενισχυτικών ουσιών1 .
Τα ζωντανά εξασθενημένα εμβόλια αναπτύσσουν χυμική και κυτταρική ανοσία επειδή «μιμούνται» τη φυσική λοίμωξη.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα καλύτερη ανοσολογική απόκριση, η οποία είναι ταχύτερη και μεγαλύτερης διάρκειας. Η κυτταρική ανοσία είναι απαραίτητη για την καταπολέμηση των λοιμώξεων από ενδοκυτταρικά παθογόνα. Συνήθως απαιτείται μόνο μία ένεση, η προστασία είναι ταχύτερη και η ανοσία είναι πιο ισχυρή και μακροχρόνια2,3.
Στο παρελθόν, ορισμένα ζωντανά εμβόλια υπήρξαν αιτία σοβαρών παρενεργειών, οι οποίες συνδέονταν είτε με την παθογένεια του στελέχους του εμβολίου είτε, το πιθανότερο, με μόλυνση από άλλο στέλεχος ιού των κυτταρικών καλλιεργειών που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή του εμβολίου.
Σήμερα, οι μέθοδοι παραγωγής και ελέγχου έχουν βελτιωθεί σημαντικά και ο κίνδυνος αυτός μπορεί να θεωρηθεί αμελητέος. Επομένως, τα εμβόλια που έχουν εγκριθεί στην αγορά είναι ασφαλή, είτε πρόκειται για αδρανοποιημένα είτε για ζωντανά εμβόλια.
Τα αδρανοποιημένα εμβόλια περιέχουν συχνά ένα ανοσοενισχυτικό, το οποίο είναι απαραίτητο για να εξασφαλιστεί μια καλή ανοσολογική απόκριση. Αυτού του είδους τα έκδοχα μπορεί να προκαλέσουν τοπικές ή γενικές αντιδράσεις, όπως φλεγμονή στο σημείο της ένεσης, πυρετό ή αντιδράσεις υπερευαισθησίας.
Διαβάστε επίσης: Εμβόλιο κατά του Πυρετού Q για μηρυκαστικά: Ένα αποτελεσματικό εργαλείο
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της κυτταρικής ανοσίας που δημιουργείται από τα ζωντανά εξασθενημένα εμβόλια είναι ότι η ανοσολογική απάντηση δημιουργείται έναντι διαφόρων στελεχών του παθογόνου, γεγονός που παρέχει ευρύτερη προστασία.
Τα αδρανοποιημένα εμβόλια είναι πολύ πιο ειδικά και δεν προκαλούν καλή ανοσολογική απάντηση έναντι άλλων στελεχών4.
Τα ζωντανά εξασθενημένα εμβόλια προκαλούν τόσο χυμική όσο και κυτταρική ανοσία, προσφέροντας μια πιο ολοκληρωμένη και ισχυρή άμυνα κατά των παθογόνων μικροοργανισμών.
Απαιτούν γενικά λιγότερες δόσεις και παρέχουν ταχύτερη προστασία σε σύγκριση με τα αδρανοποιημένα εμβόλια.
Η ανοσολογική απόκριση είναι ταχύτερη, μεγαλύτερης διάρκειας και παρέχει διασταυρούμενη ανοσία έναντι ετερόλογων στελεχών. Για όλους αυτούς τους λόγους, τα ζωντανά εξασθενημένα εμβόλια φαίνεται να παρέχουν καλύτερη προστασία από τα αδρανοποιημένα5.
*Το παρόν άρθρο είναι βασισμένο σε δημοσίευση της CEVA Sante Animale και έχει προσαρμοστεί στα ελληνικά δεδομένα από τους επαγγελματίες του Τμήματος Μηρυκαστικών CEVA Ελλάδος.
Βιβλιογραφία: