RUMINANT GR

Ψώρα στα Πρόβατα και στα Γίδια: Συμπτώματα, Θεραπεία & Πρόληψη | CEVA

Written by Τμήμα Μηρυκαστικών Ceva Ελλάς | Feb 11, 2025 12:48:13 PM

Εισαγωγή

Η ψώρα είναι μία ιδιαίτερα μολυσματική ασθένεια και οφείλεται σε εξωπαράσιτα που προκαλούν έντονο κνησμό των ζώων. Αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα της ελληνικής αιγοπροβατοτροφίας αφού έχει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, την ευζωία και την παραγωγικότητα των ζώων.

Συνεπώς είναι επιβεβλημένη η αντιμετώπισή της. Η θεραπεία της ψώρας στα πρόβατα και τα γίδια στη γαλακτική περίοδο ήταν για χρόνια μία μεγάλη πρόκληση λόγω του χρόνου αναμονής στο γάλα των αντιπαρασιτικών ουσιών που κυκλοφορούσαν. Ωστόσο, σήμερα υπάρχει λύση για την αντιμετώπιση του προβλήματος στη γαλακτική περίοδο.

Ας δούμε όμως τι είναι η ψώρα στα πρόβατα και τα γίδια.

 

Τι είναι η ψώρα στα πρόβατα και τις αίγες;

Πρόκειται για νόσο των μικρών μηρυκαστικών που οφείλεται σε εξωπαράσιτα. Ο αιτιολογικός παράγοντας της ψώρας των αιγοπροβάτων είναι τα ακάρεα της ψώρας. Τα ακάρεα είναι μικροσκοπικά αρθρόποδα τα οποία παρασιτούν το δέρμα, σκάβοντας σήραγγες και προκαλώντας πολύ έντονο κνησμό, τόσο λόγω άμεσης βλάβης όσο και λόγω αλλεργικής αντίδρασης του οργανισμού στα απόβλητά τους, ιδίως στα περιττώματα. Στα πρόβατα, πιο συχνά στη χώρα μας ανευρίσκεται το άκαρι Sarcoptes scabiei var. Ovis. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις έχουν ανευρεθεί και τα ακάρεα Psoroptes ovis και Chorioptes ovis. H περίοδος μεγαλύτερης δραστηριότητας και αναπαραγωγής των ακάρεων, είναι το φθινόπωρο και ο χειμώνας, λόγω των ευνοϊκών συνθηκών θερμοκρασίας και υγρασίας.

 

Η σαρκοπτική ψώρα

Η σαρκοπτική ψώρα των μικρών μηρυκαστικών οφείλεται στο άκαρι Sarcoptes scabiei και είναι η συχνότερη από τις ψώρες των μικρών μηρυκαστικών στην Ελλάδα. To Sarcoptes scabiei έχει διαφορετικά στελέχη (varieties) και το κάθε στέλεχος είναι ειδικό για ένα συγκεκριμένο ζωικό είδος (Radostits et al. 2006). Έτσι, το Sarcoptes scabiei var. Ovis οδηγεί σε νόσο στα πρόβατα αλλά όχι στις γίδες για τις οποίες υπάρχει άλλο στέλεχος που οδηγεί στην παρασίτωση.

Ο βιολογικός κύκλος του παρασίτου ολοκληρώνεται σε 10-17 ημέρες. Τα ζώα μπορεί να μολυνθούν με την επαφή με μολυσμένα ζώα αλλά και κατά την παραμονή σε μολυσμένο περιβάλλον. Το Sarcoptes scabiei επιβιώνει στο περιβάλλον για 3-4 συνήθως και έως 18-20 ημέρες σε σπάνιες περιπτώσεις ευνοϊκής θερμοκρασίας και υγρασίας.

Τα ακάρεα δημιουργούν στοές μέσα και κάτω από την κεράτινη στιβάδα του δέρματος. Εντοπίζονται κυρίως στις περιοχές του δέρματος χωρίς μαλλί όπου εντοπίζονται λεπτές και κοντές τρίχες.

Χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι ο έντονος κνησμός και οι αλλοιώσεις εντοπίζονται κυρίως στο πρόσωπο, τα αυτιά και τα μάτια. Εκτροφές και ζώα με καλύτερο επίπεδο θρεπτικής κατάστασης και υγείας, εμφανίζονται πιο ανθεκτικά στη νόσο.

Η σαρκοπτική ψώρα μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική απώλεια βάρους, μειωμένη ανάπτυξη των αρνιών, απώλειες γαλακτοπαραγωγής (Fthenakis et al., 2000) και αναπαραγωγής, και αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα μπορεί να προκαλέσει θάνατο.

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι πρόκειται για μία ζωοανθρωπονόσο. Στους ανθρώπους γενικά αυτοπεριορίζεται επειδή τα ακάρεα δεν μπορούν να ολοκληρώσουν το βιολογικό τους κύκλο.

Ψωροπτική ψώρα

Η ψωροπτική ψώρα οφείλεται στα πρόβατα στο Psoroptes ovis και στα γίδια στο  Psoroptes cuniculi. To P. ovis παρασιτεί περιοχές του δέρματος που καλύπτονται με μαλλί, το οποίο πέφτει όταν το δέρμα υποστεί βλάβη και σχηματιστεί η αλλοίωση της ψώρας. Οι αλλοιώσεις συνήθως εντοπίζονται στη ραχιαία επιφάνεια του κορμού. Το P.cuniculi παρασιτεί το έξω ακουστικό πόρο των γιδιών και σπάνια των προβάτων και προκαλεί κνησμώδη έξω ωτίτιδα.

Μπορεί να επιβιώσει έξω από το ζώο για μεγάλο χρονικό διάστημα (το σύνηθες είναι περίπου 16 ημέρες αλλά ακόμα περισσότερο σε ευνοϊκές συνθήκες) στο έδαφος, στο σανό, στις βοσκές κλπ. Εξαιτίας αυτού, μπορεί να επαναμολύνει τα ζώα, ενώ μπορεί επίσης να επιβιώσει σε ρούχα, υποδήματα, εργαλεία και οχήματα, μεταδίδοντας έτσι τη μόλυνση σε άλλες εκτροφές.

Μέσω προγραμμάτων έχει καταστεί δυνατή η εξάλειψη αυτού του παρασίτου από ορισμένες χώρες, όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Νέα Ζηλανδία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ουγγαρία εξαλείφθηκε, αλλά επανεμφανίστηκε.

Το Psoroptes ovis είναι το πιο δύσκολο άκαρι της ψώρας στα πρόβατα γιατί επιβιώνει στο έδαφος για περίπου 16 ημέρες και περισσότερο σε ορισμένες συνθήκες, και μπορεί να επαναμολύνει τα ζώα. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να καθαριστεί και να απολυμανθεί η εκτροφή σε περίπτωση έξαρσης για την απομάκρυνσή του. Πηγή: Alan R Walker

 

Χοριοπτική ψώρα

Η χοριοπτική ψώρα οφείλεται στα πρόβατα στο Chorioptes ovis και στα γίδια στο Chorioptes caprae. Ο κνησμός και οι αλλοιώσεις είναι χαρακτηριστικά στο οπίσθιο μέρος του σώματος. Οι δερματικές αλλοιώσεις του οσχέου μπορεί να προκαλέσουν παροδική αγονιμότητα.

Δεμοδηκτική ψώρα

Είναι συχνότερη στα γίδια (Demodex caprae) από τα πρόβατα (Demodex ovis). Οι αλλοιώσεις εντοπίζονται στο πρόσωπο, τον τράχηλο, τη ραχιαία και την πλάγια επιφάνεια του σώματος. Συνήθως δεν προκαλεί σημαντικές οικονομικές απώλειες και συχνά αυτοϊάται. Δεν έχει διαγνωστεί ποτέ στην Ελλάδα.

Ψορεργατική ψώρα

Το άκαρι Psoroergates προσβάλλει μόνο τα πρόβατα. Προκαλεί κνησμό και αλλοιώσεις κυρίως στις περιοχές του σώματος που το ζώο μπορεί να γλείψει ή να δαγκώσει όπως η πλάγια επιφάνεια του θώρακα, ο κενεώνας και οι μηροί. Δεν έχει διαγνωστεί ποτέ στην Ελλάδα.

Διάγνωση της ψώρας στα μικρά μηρυκαστικά

Μπορεί να γίνει προσπάθεια για την απομόνωση των ακάρεων της ψώρας με βαθιά ξέσματα δέρματος από την περιφέρεια ενεργών αλλοιώσεων. Απαιτούνται πολλά ξέσματα και η μη εύρεση των ακάρεων της ψώρας δεν μπορεί να αποκλείσει την μόλυνση με ακάρεα. Επίσης, υπάρχουν και πιο εξειδικευμένες εργαστηριακές τεχνικές που εφαρμόζουν οι ειδικοί παρασιτολόγοι. Ωστόσο, όπως γίνεται κατανοητό είναι δύσκολο να εντοπιστούν τα ακάρεα και η διάγνωση στην κλινική πράξη συχνά βασίζεται στο ιστορικό, τα συμπτώματα και την ανταπόκριση στη θεραπεία. Ας δούμε τη θεραπεία της ψώρας στα πρόβατα και γίδια γαλακτοπαραγωγής  ξεκινώντας από το τι γινόταν τα προηγούμενα χρόνια.

Η έλλειψη φαρμακευτικών ουσιών ήταν πρόβλημα

Ιστορικά η ψώρα στα πρόβατα, έχει αντιμετωπιστεί με διάφορους τρόπους, όλοι βασισμένοι σε λουτρά με αποτελεσματικά προϊόντα, τα οποία όμως ήταν ρυπογόνα για το περιβάλλον και αργότερα αποδείχθηκε ότι τα κατάλοιπά τους στο κρέας ήταν επιβλαβή για τον καταναλωτή. Γι’ αυτό και πλέον έχουν απαγορευτεί.

Σήμερα, τα λουτρά με οργανοφωσφορικές ενώσεις εξακολουθούν να πραγματοποιούνται σε κάποιες χώρες, αλλά η χρήση τους συνεπάγεται αρκετά προβλήματα. Για να είναι αποτελεσματική η εμβάπτιση, τα πρόβατα πρέπει να βυθιστούν για ένα λεπτό, το κεφάλι να βυθιστεί τουλάχιστον μία φορά, το μαλλί να έχει κουρευτεί το πολύ πριν από δύο εβδομάδες, το υγρό να είναι φρέσκο και να ανανεώνεται τακτικά ώστε να διατηρείται η συγκέντρωση του προϊόντος. Προφανώς, εάν πρέπει να αντιμετωπιστούν εκατοντάδες πρόβατα, και μάλιστα τους ψυχρότερους μήνες του έτους, αυτό είναι ανέφικτο. Επιπλέον, υπάρχει κίνδυνος για το προσωπικό που πραγματοποιεί τις εμβαπτίσεις, καθώς εκτίθεται στη χημική ουσία, η οποία έχει σημαντική τοξικότητα, γι' αυτό και σε πολλές χώρες έχει επίσης απαγορευθεί.

Οι μακροκυκλικές λακτόνες

Από τη δεκαετία του 1980 έχει αναπτυχθεί μια άλλη οικογένεια προϊόντων, οι μακροκυκλικές λακτόνες, οι οποίες έχουν ευρύ φάσμα δράσης. Είναι αποτελεσματικές κατά των γαστρεντερικών και πνευμονικών νηματωδών (σκωλήκων) αλλά και κατά κάποιων εξωπαρασίτων όπως είναι το Oestrus ovis (οίστρωση των αιγοπροβάτων) και τα ακάρεα της ψώρας. Είναι πιο ασφαλής για το περιβάλλον, τα ζώα και τους κτηνοτρόφους και η χορήγησής τους καθιστά τη διαχείριση του νοσήματος πιο εύκολη.

Ωστόσο, δεν μπορούσαν να χορηγηθούν στη γαλακτική περίοδο λόγο του χρόνου αναμονής. Τα τελευταία χρόνια η ανακάλυψη της επρινομεκτίνης έδωσε τη λύση σε αυτό το πρόβλημα.

Θεραπεία εκλογής για ζώα σε γαλακτοπαραγωγή

Η επρινομεκτίνη είναι μια αβερμεκτίνη (όπως και η ιβερμεκτίνη) η οποία έχει εξαιρετική αποτελεσματικότητα. Η επρινομεκτίνη έχει μεγαλύτερη βιοδιαθεσιμότητα όταν χορηγείται ενέσιμα συγκριτικά με την pour-on χορήγηση (Bordes et al., 2020).

Αντιμετωπίζει τα ενήλικα και τις προνύμφες, αλλά όχι τα αυγά. Είναι κρίσιμο να γίνει θεραπεία όλων των ζώων της εκτροφής για να μην υπάρχουν εκ νέου μολύνσεις από φορείς ακάρεων ψώρας.

Πρέπει να έχετε υπόψη είναι ότι τα κλινικά συμπτώματα δεν εξαφανίζονται αμέσως, ακόμα και αν η θεραπεία είναι επιτυχής. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το δέρμα χρειάζεται χρόνο για να αναγεννηθούν οι τραυματισμένες περιοχές, και ο κνησμός παραμένει μέχρι να απομακρυνθούν τα περιττώματα και τα υπολείμματα των ακάρεων που πέθαναν. Έτσι, σε ορισμένες περιπτώσεις τα ζώα έχουν κνησμό και αλλοιώσεις έως και 30 ημέρες από την έναρξη της θεραπείας.

Επίσης, για τη βέλτιστη αντιμετώπιση της νόσου σε αρκετές χώρες συστήνεται η χορήγηση μακροκυκλικών λακτονών ταυτόχρονα σε κοπάδια που γειτνιάζουν σε βοσκές.

Τέλος, είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη συμπληρωματικά μέτρα πρόληψης και ελέγχου για τη βέλτιστη έκβαση της φαρμακολογικής θεραπείας:

  • Απομάκρυνση κοπριάς και απολύμανση των χώρων: Αυτό βοηθά στην εξάλειψη όσο το δυνατόν περισσότερων ακάρεων που βρίσκονται στο περιβάλλον, μειώνοντας έτσι τις επαναμολύνσεις.
  • Βιοασφάλεια: Είναι κρίσιμο να αποτραπεί η είσοδος του παρασίτου στη φάρμα, μέσω της καραντίνας και μεταφυλακτικής θεραπείας νέων ζώων, ειδικά αν δεν γνωρίζουμε το ιστορικό της εκτροφής προέλευσης. Έτσι αν υπάρχουν ζώα με υποκλινική μορφή της νόσου, δηλαδή παρουσία ακάρεων χωρίς εμφανή συμπτώματα, δεν θα μολυνθούν τα υπόλοιπα ζώα της εκτροφής. Επίσης, συνίσταται η αλλαγή ρούχων μεταξύ επισκέψεων σε φάρμες και η απολύμανση οχημάτων και εργαλείων.
  • Διαχείριση βόσκησης: Λόγω του χρόνου που επιβιώνουν τα ακάρεα εκτός του ξενιστή πρέπει τα ζώα να μην εισέρχονται μετά τη θεραπεία σε μολυσμένο βοσκότοπο. Συνεπώς, αν δεν είναι εφικτή η αποφυγή της βόσκησης θα πρέπει να εισέρχονται σε νέο βοσκότοπο όπου δεν έχουν βοσκήσει ζώα τις τελευταίες 20 ημέρες τουλάχιστον.
  • Τακτικός έλεγχος των ζώων καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους: Οι δερματικές αλλοιώσεις που εμφανίζονται πρέπει να ελέγχονται έγκαιρα καθώς η έγκαιρη θεραπευτική αντιμετώπιση είναι απαραίτητη για την μείωση των απωλειών και την αποτελεσματική αντιμετώπιση της νόσου.

 

 

Αναφορές

Bordes, L., Dumont, N., Lespine, A., Souil, E., Sutra, J.-F., Prevot F., Grisez, C., Romanos, L., Dailledouze, A., Jacquiet, P., (2020) First report of multiple resistance to eprinomectin and benzimidazole in Haemonchus contortus on a dairy goat farm in France. Parasitol. Int. 76, 102063

Fthenakis, G.C., Papadopoulos, E., Himonas, C., Leontides, L., Kritas, S., Papatsas, J., 2000. Efficacy of moxidectin against sarcoptic mange and effects on milk yield of ewes and growth of lambs. Veterinary Parasitology, 87, 207–216.

Fthenakis, G.C., Karagiannidis, A., Alexopoulos, C., Brozos, C., Papadopoulos, E., 2001. Effects of sarcoptic mange on the reproductive performance ow ewes and transmission of Sarcoptes scabiei to newborn lambs. Veterinary parasitology, 95, 63-71

Radostits, O.M., Gay, C.C., Hinchcliff, K.W., Constable, P.D., Veterinary medicine: a textbook of the diseases of cattle, horses, sheep, pigs and goats. London: Elsevier; 2006. pp. 1608–1609. 

Termatzidou, S.A., Siachos, N., Kazana, P., Sotiraki, S., Saratsi, K., Achard, D., Karembe, H., Bramis, G., Kanoulas, V., Arseno, G., 2020. Effect of injectable eprinomectin on milk quality and yield of dairy ewes naturally infected with gastrointestinal nematodes. Veterinary parasitology 286, 109245